- νεπερόμετρο
- το(ηλεκτροακουστ.)1. συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση τής στάθμης εκπομπής ενός ραδιοφωνικού πομπού ή δέκτη, βαθμονομημένη σε νέπερ2. φρ. «νεπερόμετρο συντήρησης» — συσκευή που λειτουργεί στον πομπό ή στον δέκτη για τον περιοδικό έλεγχο τών τηλεφωνικών κυκλωμάτων με μέτρηση τού ισοδυνάμου τής εκπομπής, χωρίς παρενοχλήσεις στη γραμμή.[ΕΤΥΜΟΛ. < νέπερ + συνδετικό φωνήεν -ο- + μέτρο].
Dictionary of Greek. 2013.